- πεταχτό
- το штукатурка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πεταχτός — ή, ό, Ν 1. αυτός που γίνεται με πέταγμα, με ρίψη 2. ζωηρός, ευκίνητος 3. το θηλ. ως ουσ. η πεταχτή η πεταχτάρα 4. το ουδ. ως ουσ. το πεταχτό το πρώτο χοντρό κονίαμα πάνω σε κατασκευαζόμενο τοίχο 3. φρ. «στα πεταχτά» α) βιαστικά, γρήγορα («έγραψα… … Dictionary of Greek
πληκτικός — ή, ό / πληκτικός, ή, όν, ΝΜΑ αυτός που προκαλεί πλήξη, ο ανιαρός (α. «πληκτικός άνθρωπος» β. «πληκτική παράσταση» γ. «πληκτικό μέρος» δ. «τῆ ὀσμῇ πληκτικόν», Διοσκ.) αρχ. 1. ο κατάλληλος να πλήξει, να χτυπήσει («πληκτικὴ δύναμις», Επίκ.) 2. ο… … Dictionary of Greek
τσαπερδόνα — η, Ν πεταχτό, παιχνιδιάρικο και έξυπνο κορίτσι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < σαπέρδιον, υβριστικό παρωνύμιο της εταίρας Φρύνης (< σαπέρδης «είδος ψαριού»)] … Dictionary of Greek
χτυπητός — και κτυπητός, ή, ό, Ν [χτυπώ / κτυπώ] 1. αυτός που έχει παρασκευαστεί με χτύπημα, χτυπημένος (α. «χτυπητό αβγό» β. «χτυπητή ζύμη») 2. (σχετικά με μέταλλα) σφυρήλατος 3. αυτός που έχει δεχθεί χτυπήματα, δαρμένος («τόν έκαναν χτυπητό») 4. αυτός που … Dictionary of Greek
χτυπητός — ή, ό επίρρ. ά 1. δαρτός, αυτός που παρασκευάζεται με χτύπημα: Του αρέσουν τα χτυπητά αβγά. 2. έντονος, ζωηρός: Φορούσε ένα φόρεμα με χτυπητό χρώμα. 3. για λόγους, καυστικός, τσουχτερός. 4. το ουδ. ως ουσ., χτυπητό σημαίνει τρόπο επίχρισης τοίχου… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)